Δύο κορυφαίους επιστήμονες με παράλληλη πορεία στην έρευνα για το έιτζ, οι οποίοι κατόρθωσαν σχεδόν ταυτόχρονα να απομονώσουν τον ιό HIV, τίμησε το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προχθές το απόγευμα, στην κατάμεστη Μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρουσία εκπροσώπων της ακαδημαϊκής και πολιτικής κοινότητας, ο καθηγητής Παθολογίας και Μικροβιολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Ιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μέριλαντ της Βαλτιμόρης Dr Robert C. Gallo και ο επίτιμος καθηγητής του Ινστιτούτου Παστέρ και του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος για την Ερευνα και την Πρόληψη του Εϊτζ κ. Luc Montagnier, αναγορεύθηκαν επίτιμοι διδάκτορες του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι Robert Gallo και Luc Montagnier είναι από τους πλέον αναγνωρισμένους επιστήμονες παγκοσμίως, οι οποίοι με την αφοσίωσή τους στην έρευνα για το έιτζ άνοιξαν τον δρόμο για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου. Το σημαντικό έργο των δύο επιστημόνων παρουσίασε κατά τη διάρκεια της προχθεσινής τελετής ο διευθυντής της Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημίου Αθηνών καθηγητής κ. Χαράλαμπος Ρούσσος, ενώ και οι τιμώμενοι αναφέρθηκαν στο «προσωπικό τους ταξίδι με τους ιούς», αλλά και τις προκλήσεις του έιτζ.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο κ. Ρούσσος, περίπου δύο χρόνια μετά την πρώτη αναγνώριση της επιδημίας του έιτζ, το 1983, οι δύο επιστήμονες, σχεδόν ταυτόχρονα, απομόνωσαν ένα νέο ρετροϊό, τον οποίο οι μεν Γάλλοι αποκάλεσαν αρχικά «ΛΑV», οι δε Αμερικανοί «ΗTLV-III» και ο οποίος σήμερα είναι ευρέως γνωστός ως ιός HIV.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο ιός αυτός είναι το αιτιοπαθογόνο του έιτζ, ωστόσο δεν μπόρεσαν την εποχή εκείνη να το αποδείξουν. Το 1984 ο Robert Gallo ανακοίνωσε την απομόνωση του ιού HIV από 48 ασθενείς με έιτζ, αποδεικνύοντας πλέον την αιτιοπαθολογική σχέση του ιού με το έιτζ. Παράλληλα, ανακοίνωσε την αναπαραγωγή του ιού σε κυτταροκαλλιέργειες και -το σημαντικότερο- την ανάπτυξη δοκιμασίας ανίχνευσης του HIV στο αίμα (τεχνικές ELISA και Westerblot) που βοήθησε όχι μόνο στη διάγνωση του έιτζ, αλλά και στον έλεγχο του μεταγγιζόμενου αίματος.
Σήμερα, και οι δύο επιστήμονες, που έχουν τιμηθεί με πληθώρα διεθνών διακρίσεων, βραβεύσεων και διδακτορικών αναγορεύσεων από πανεπιστήμια, συνεχίζουν τις έρευνες στην ανάπτυξη προστατευτικών και θεραπευτικών εμβολίων έναντι του ιού του έιτζ. Επιπρόσθετα, ο Luc Montagnier ασχολείται ερευνητικά με τη διάγνωση και θεραπεία μικροβιακών και ιογενών καταστάσεων που σχετίζονται με τον καρκίνο, τα αυτοάνοσα νοσήματα και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις, καθώς και με την επιμήκυνση της ενεργού ζωής στην τρίτη ηλικία.
Επιπλέον, επιδίδεται στην προώθηση της σύγχρονης και προληπτικής ιατρικής στα αναπτυσσόμενα κράτη, είναι συνιδρυτής δύο Κέντρων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας του έιτζ στην Ακτή του Ελεφαντοστού και το Καμερούν.